Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
printing
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Αγγλικά (en)
1.1
Ουσιαστικό
1.2
Ρηματικός τύπος
1.3
Πηγές
Αγγλικά
(en)
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ενικός
πληθυντικός
printing
printings
printing
(en)
(
μη
μετρήσιμο
) η
εκτύπωση
, η ενέργεια του εκτυπώνω
⮡
printing
paper
- χαρτιά
εκτύπωσης
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
printing
(en)
ενεργητική
μετοχή
ενεστώτα
του
print
Πηγές
επεξεργασία
printing
-
Oxford Learner's Dictionaries