Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το εκτύπωμα τα εκτυπώματα
      γενική του εκτυπώματος των εκτυπωμάτων
    αιτιατική το εκτύπωμα τα εκτυπώματα
     κλητική εκτύπωμα εκτυπώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

εκτύπωμα < απόδοση του αγγλικού όρου printout[1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

εκτύπωμα ουδέτερο

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. «εκτύπωμα» απόδοση του αγγλικού όρου «printout» από αναζήτηση στη Βάση Τηλεπικοινωνιακών Όρων TELETERM από τη Μόνιμη Ομάδα Τηλεπικοινωνιακής Ορολογίας (ΜΟΤΟ), τον ΟΤΕ, τον ΕΛΟΤ και τον ΕΛΕΤΟ.