ενικός         πληθυντικός  
printout printouts

  Ετυμολογία

επεξεργασία
printout < print + out

  Πολυλεκτικός όρος

επεξεργασία

printout (en)

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. «εκτύπωμα» απόδοση του αγγλικού όρου «printout» από αναζήτηση στη Βάση Τηλεπικοινωνιακών Όρων TELETERM από τη Μόνιμη Ομάδα Τηλεπικοινωνιακής Ορολογίας (ΜΟΤΟ), τον ΟΤΕ, τον ΕΛΟΤ και τον ΕΛΕΤΟ.