σιλικόνη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίασιλικόνη θηλυκό
- (χημεία) οξυγονούχα οργανική συνθετική ένωση του πυριτίου που χρησιμοποιείται σε μονώσεις, κόλλες, λιπαντικά, φαρμακευτική κ.λπ.
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- σιλικόνη στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία σιλικόνη
|