Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
σιλικονούχος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
σιλικονούχ
ος
η
σιλικονούχ
α
το
σιλικονούχ
ο
γενική
του
σιλικονούχ
ου
της
σιλικονούχ
ας
του
σιλικονούχ
ου
αιτιατική
τον
σιλικονούχ
ο
τη
σιλικονούχ
α
το
σιλικονούχ
ο
κλητική
σιλικονούχ
ε
σιλικονούχ
α
σιλικονούχ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
σιλικονούχ
οι
οι
σιλικονούχ
ες
τα
σιλικονούχ
α
γενική
των
σιλικονούχ
ων
των
σιλικονούχ
ων
των
σιλικονούχ
ων
αιτιατική
τους
σιλικονούχ
ους
τις
σιλικονούχ
ες
τα
σιλικονούχ
α
κλητική
σιλικονούχ
οι
σιλικονούχ
ες
σιλικονούχ
α
ομάδα 'ωραίος'
,
Κατηγορία
όπως «
ωραίος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
σιλικονούχος
<
σιλικόνη
+
-ούχος
Επίθετο
επεξεργασία
σιλικονούχος
που
περιέχει
σιλικόνη
⮡
σιλικονούχος
σοβάς
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
σιλικόνη
και
έχω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
σιλικονούχος