Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σοβάς οι σοβάδες
      γενική του σοβά των σοβάδων
    αιτιατική τον σοβά τους σοβάδες
     κλητική σοβά σοβάδες
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σοβάς < (άμεσο δάνειο) τουρκική sıva, θέμα του ρήματος sıvamak (επιχρίω, αρχική σημασία: εμποτίζω}[1]
 
Σοβάς βαμμένος μοβ.

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σοβάς και σουβάς αρσενικό

  1. το υλικό με το οποίο καλύπτονται συνήθως οι εσωτερικοί και εξωτερικοί τοίχοι των κτηρίων και τα ταβάνια
     συνώνυμα: επίχρισμα, κονίαμα, ασβεστοκονίαμα, πηλάσβεστο
  2. (ειρωνικό) το πολύ και κακόγουστο γυναικείο βάψιμο (δες και μπέτωμα)

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.