Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

σοβατίζω < (άμεσο δάνειο) τουρκική sıvadım, αόριστος του ρήματος sıvamak (επιχρίω, αρχική σημασία: εμποτίζω)[1] με [d] > [t][2]

  Ρήμα επεξεργασία

σοβατίζω

  1. απλώνω ένα στρώμα σοβά πάνω σε επιφάνεια
  2. (ειρωνικά) εφαρμόζω σε πρόσωπο παχύ στρώμα μακιγιάζ ή καλλυντικών

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 
  2. σοβατίζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας