μακιγιάζ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μακιγιάζ < (λόγιο δάνειο) γαλλική maquillage < maquiller + -age < φραγκική *makjan / *makōn < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *mag- (μαλάσσω, ανακατεύω κάνω)
Ουσιαστικό επεξεργασία
μακιγιάζ ουδέτερο άκλιτο
- (κοσμετολογία) η εφαρμογή διαφόρων υλικών καλλωπισμού στο πρόσωπο
- (ειδικότερα, για ηθοποιούς, κλόουν) η παραπάνω διαδικασία για απόδοση των χαρακτηριστικών τού ρόλου που υποδύονται
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
μακιγιάζ
Πηγές επεξεργασία
- μακιγιάζ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας