την ώρα του μακιγιάζ

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μακιγιάζ < (λόγιο δάνειο) γαλλική maquillage < maquiller +‎ -age < φραγκική *makjan / *makōn < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *mag- (μαλάσσω, ανακατεύω κάνω)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μακιγιάζ ουδέτερο άκλιτο

  1. (κοσμετολογία) η εφαρμογή διαφόρων υλικών καλλωπισμού στο πρόσωπο
  2. (ειδικότερα, για ηθοποιούς, κλόουν) η παραπάνω διαδικασία για απόδοση των χαρακτηριστικών τού ρόλου που υποδύονται

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία