Μακιγιέρ την ώρα της δουλειάς.

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

μακιγιέρ αρσενικό, άκλιτο (θηλυκό μακιγιέζ)

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία