Μακιγιέρ την ώρα της δουλειάς.

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μακιγιέρ < (λόγιο δάνειο) γαλλική maquilleur

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μακιγιέρ αρσενικό, άκλιτο (θηλυκό μακιγιέζ)

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη μακιγιάζ

  Μεταφράσεις

επεξεργασία