maquilleur
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | maquilleur | maquilleurs |
θηλυκό | maquilleuse | maquilleuses |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαmaquilleur (fr) αρσενικό
- ο μακιγιέρ
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη maquiller
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | maquilleur | maquilleurs |
θηλυκό | maquilleuse | maquilleuses |
maquilleur (fr) αρσενικό