Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μακιγιέζ < (λόγιο δάνειο) γαλλική maquilleuse

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μακιγιέζ θηλυκό, άκλιτο

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη μακιγιάζ

  Μεταφράσεις επεξεργασία

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε μακιγιέρ