• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

μακιγιάρισμα

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Συγγενικά
      • 1.2.2 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μακιγιάρισμα τα μακιγιαρίσματα
      γενική του μακιγιαρίσματος των μακιγιαρισμάτων
    αιτιατική το μακιγιάρισμα τα μακιγιαρίσματα
     κλητική μακιγιάρισμα μακιγιαρίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
μακιγιάρισμα < μακιγιάρω + -ισμα

Ουσιαστικό

επεξεργασία

μακιγιάρισμα ουδέτερο

  • η ενέργεια του μακιγιάρω

Συγγενικά

επεξεργασία
  • μακιγιάζ
  • μακιγιάρομαι
  • μακιγιάρω
  • μακιγιέζ
  • μακιγιέρ

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    μακιγιάρισμα
  • γαλλικά : maquillage (fr)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=μακιγιάρισμα&oldid=7102560"
Τελευταία επεξεργασία στις 8 Μαΐου 2025, στις 12:11

Γλώσσες

    • Türkçe
    Βικιλεξικό
    • Wikimedia Foundation
    • Powered by MediaWiki
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 8 Μαΐου 2025, στις 12:11.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας