Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
μακιγιάρισμα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
μακιγιάρισμα
τα
μακιγιαρίσμα
τ
α
γενική
του
μακιγιαρίσμα
τ
ος
των
μακιγιαρισμά
τ
ων
αιτιατική
το
μακιγιάρισμα
τα
μακιγιαρίσμα
τ
α
κλητική
μακιγιάρισμα
μακιγιαρίσμα
τ
α
Κατηγορία
όπως «
όνομα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
μακιγιάρισμα
<
μακιγιάρω
+
-ισμα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
μακιγιάρισμα
ουδέτερο
η ενέργεια του
μακιγιάρω
Συγγενικά
επεξεργασία
μακιγιάζ
μακιγιάρισμα
μακιγιάρομαι
μακιγιάρω
μακιγιέζ
μακιγιέρ
Μεταφράσεις
επεξεργασία
μακιγιάρισμα