μακιγιάρομαι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μακιγιάρομαι < παθητική φωνή του ρήματος μακιγιάρω
Ρήμα επεξεργασία
μακιγιάρομαι
- μακιγιάρω τον εαυτό μου
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
μακιγιάρομαι
μακιγιάρομαι