μέικ απ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
μέικ απ ουδέτερο άκλιτο
- καλλυντική ουσία που εφαρμόζεται στο δέρμα του προσώπου για την κάλυψη ατελειών καθώς και η γενικότερη προετοιμασία του για την εφαρμογή σκιάς, ρουζ κ.λπ.