Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

 
Ρουζ και πινέλο εφαρμογής
 
Μοντέλο που εφαρμόζει ρουζ στο μάγουλό της με πινέλο

  Ετυμολογία επεξεργασία

ρουζ < (λόγιο δάνειο) γαλλική rouge[1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ρουζ ουδέτερο άκλιτο

  • καλλυντικό για τον χρωματισμό των μάγουλων σε διαφορετικές αποχρώσεις

  Μεταφράσεις επεξεργασία