Προφορά

επεξεργασία
 

  Επίθετο

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
rouge rouges

rouge (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. (για χρώμα) κόκκινος, ερυθρός
    ⮡  il est rouge - είναι κόκκινος
    ⮡  il est devenu tout rouge - έγινε κατακόκκινος
  2. (πολιτική) κομουνιστής ή επαναστάτης

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
rouge rouges

rouge (fr) αρσενικό

  1. (χρώμα) το κόκκινο χρώμα
  2. (κατ’ επέκταση) το κόκκινο φανάρι στην κυκλοφορία
    ⮡  il est passé au rouge - πέρασε με το κόκκινο
  3. (οικείο) το κρασί
    ⮡  un petit verre de rouge - ένα κρασάκι/ένα ποτηράκι κρασί
  4. rouge à lèvres, rouge - το κραγιόν

Συγγενικά

επεξεργασία