rougeaud
Γαλλικά (fr)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- rougeaud < rouge
Επίθετο
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | rougeaud | rougeauds |
θηλυκό | rougeaude | rougeaudes |
rougeaud (fr)
- κάποιος που έχει κοκκινωπή επιδερμίδα
Αντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη rouge