rougeoiement
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- rougeoiement < rougeoyer
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
rougeoiement | rougeoiements |
rougeoiement (fr) αρσενικό
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη rouge
ενικός | πληθυντικός |
rougeoiement | rougeoiements |
rougeoiement (fr) αρσενικό