κραγιόν
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /kraˈʝon/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κρα‐γιόν
Ουσιαστικό επεξεργασία
κραγιόν ουδέτερο άκλιτο
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
κραγιόν
|
κραγιόν ουδέτερο άκλιτο
|