Ετυμολογία

επεξεργασία
rougeoyer < rouge

rougeoyer (fr)

  1. (για χρώμα) κοκκινίζω, γίνομαι κάπως κόκκινος
  2. λάμπω, ρίχνω κόκκινες αναλαμπές

Συγγενικά

επεξεργασία
  • → δείτε τη λέξη rouge