κόκκινο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κόκκινο | τα | κόκκινα |
γενική | του | κόκκινου | των | κόκκινων |
αιτιατική | το | κόκκινο | τα | κόκκινα |
κλητική | κόκκινο | κόκκινα | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |

Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈko.ci.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κόκ‐κι‐νο
Ετυμολογία 1
επεξεργασία
κόκκινο: ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου κόκκινος
Ουσιαστικό
επεξεργασία
κόκκινο ουδέτερο
- (χρώμα) ένα χρώμα, το χρώμα της φωτιάς, του αίματος, της παπαρούνας
κόκκινο (χρώμα):
- (σήμα τροχαίας, φανάρι) σταμάτα!
- (μεταφορικά) καυτό
- (μεταφορικά) λέγεται σε παιχνίδι αναζήτησης, όταν ο παίχτης πλησιάζει σε κάτι
Εκφράσεις
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη κόκκινος
Δείτε επίσης
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κόκκινο
|
Ετυμολογία 2
επεξεργασία
κόκκινο: κλιτικός τύπος