πορτοκαλί
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πορτοκαλί < πορτοκάλ(ι) + -ί
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /poɾ.to.kaˈli/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πορ‐το‐κα‐λί
- τονικό παρώνυμο: πορτοκάλι
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπορτοκαλί ουδέτερο άκλιτο
- (χρώμα) το χρώμα του πορτοκαλιού
Μεταφράσεις
επεξεργασία το πορτοκαλί χρώμα
Επίθετο
επεξεργασίαπορτοκαλί άκλιτο
- άκλιτος τύπος του πορτοκαλής για όλα τα γένη
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη πορτοκάλι
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαπορτοκαλί
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του πορτοκαλής