πορτοκαλής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | πορτοκαλής | η | πορτοκαλιά | το | πορτοκαλί |
γενική | του | πορτοκαλή & πορτοκαλιού |
της | πορτοκαλιάς | του | πορτοκαλιού (πορτοκαλί) |
αιτιατική | τον | πορτοκαλή | την | πορτοκαλιά | το | πορτοκαλί |
κλητική | πορτοκαλή | πορτοκαλιά | πορτοκαλί | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | πορτοκαλιοί | οι | πορτοκαλιές | τα | πορτοκαλιά |
γενική | των | πορτοκαλιών | των | πορτοκαλιών | των | πορτοκαλιών |
αιτιατική | τους | πορτοκαλιούς | τις | πορτοκαλιές | τα | πορτοκαλιά |
κλητική | πορτοκαλιοί | πορτοκαλιές | πορτοκαλιά | |||
Οι τύποι με γιώτα (-ιού, -ιοί, -ιά, -ιών, ...) προφέρονται με συνίζηση. Και άκλιτο για όλα τα γένη, πορτοκαλί. | ||||||
Κατηγορία όπως «σταχτής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πορτοκαλής < πορτοκάλ(ι) + -ής
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /poɾ.to.kaˈlis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πορ‐το‐κα‐λής
Επίθετο
επεξεργασίαπορτοκαλής, -ιά, -ί και άκλιτο πορτοκαλί
- που έχει πορτοκαλί χρώμα
- ※ Ο «Πορτοκαλής Ήλιος» ξεμάκραινε από το λιμάνι του Πειραιά […] Kόσμος πολύς, περισσότερες γυναίκες με παιδιά, που ξεκινούσαν για κάποιο νησί του Σαρωνικού, την Αίγινα, τον Πόρο, την Ύδρα ή τις Σπέτσες.
- Zωρζ Σαρή, O θησαυρός της Bαγίας, Kέδρος, 1969 [παιδικό μυθιστόρημα], απόσπασμα στο Σπουδαστήριο Νέου Ελληνισμού
- ※ Ο «Πορτοκαλής Ήλιος» ξεμάκραινε από το λιμάνι του Πειραιά […] Kόσμος πολύς, περισσότερες γυναίκες με παιδιά, που ξεκινούσαν για κάποιο νησί του Σαρωνικού, την Αίγινα, τον Πόρο, την Ύδρα ή τις Σπέτσες.