Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πορτοκαλιά οι πορτοκαλιές
      γενική της πορτοκαλιάς των πορτοκαλιών
    αιτιατική την πορτοκαλιά τις πορτοκαλιές
     κλητική πορτοκαλιά πορτοκαλιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πορτοκαλιά < πορτοκάλ(ι) + -ιά

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /poɾ.to.kaˈʎa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πορ‐το‐κα‐λιά
τονικό παρώνυμο: πορτοκάλια
 
Άνθη και καρποί πορτοκαλιάς.

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πορτοκαλιά θηλυκό

Εκφράσεις επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

πορτοκαλιά

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του πορτοκαλής
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του πορτοκαλής