αποκλειστικότητα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αποκλειστικότητα < αποκλειστικός + -ότητα (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική exclusivité)
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
αποκλειστικότητα θηλυκό
- η κατοχή αποκλειστικού δικαιώματος πάνω σε κάτι
Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τις λέξεις αποκλειστικός, αποκλείω και κλείνω
Μεταφράσεις επεξεργασία
αποκλειστικότητα