↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αποκλειστικότητα οι αποκλειστικότητες
      γενική της αποκλειστικότητας των αποκλειστικοτήτων
    αιτιατική την αποκλειστικότητα τις αποκλειστικότητες
     κλητική αποκλειστικότητα αποκλειστικότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αποκλειστικότητα < αποκλειστικός + -ότητα (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική exclusivité)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.po.kli.stiˈko.ti.ta/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

αποκλειστικότητα θηλυκό

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία