Δείτε επίσης: κόκκινο

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το Κόκκινο τα Κόκκινα
      γενική του Κόκκινου των Κόκκινων
    αιτιατική το Κόκκινο τα Κόκκινα
     κλητική Κόκκινο Κόκκινα
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Κόκκινο < καθαρεύουσα Κόκκινον. → δείτε και τη λέξη κόκκινος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈko.ci.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Κόκ‐κι‐νο

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Κόκκινο ουδέτερο

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία