κοκκινιώτικος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κοκκινιώτικος < Κοκκινιώτ(ης) + -ικος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ko.ciˈɲo.ti.kos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κοκ‐κι‐νιώ‐τι‐κος
Επίθετο
επεξεργασίακοκκινιώτικος, -η, -ο
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία κοκκινιώτικος
|