Δείτε επίσης: κοκκινιά

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Κοκκινιά οι Κοκκινιές
      γενική της Κοκκινιάς των Κοκκινιών
    αιτιατική την Κοκκινιά τις Κοκκινιές
     κλητική Κοκκινιά Κοκκινιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Κοκκινιά < κοκκινιά

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ko.ciˈɲa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Κοκ‐κι‐νιά

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Κοκκινιά θηλυκό

  1. παλαιότερη ονομασία της σημερινής Νίκαιας, προάστιο του Πειραιά
    ※  Ένα βράδυ στην Καστέλα / σε μια όμορφη κοπέλα / που `παιρνε τ’ απεριτίφ της / ρίχτηκι ένας τσίφτης / απ’ την Κοκκινιά (Αχ βρε παλιομισοφόρια, στίχοι: Αλέκος Σακκελάριος, μουσική: Μάνος Χατζηδάκις, εκτέλεση: Βασίλης Αυλωνίτης, 1957)
  2. Παλαιά: συνοικία του Πειραιά
  3. ονομασία οικισμών της Ελλάδας
  4. βουνό της Ναυπακτίας

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία