παλαιά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαπαλαιά < παλαι(ός) + -ά. Δείτε και το μεσαιωνικό παλαιά, αρχαία ελληνικά, τὸ παλαιόν.
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pa.leˈa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐λαι‐ά
Επίρρημα
επεξεργασίαπαλαιά
- (παρωχημένο) παλιά, στο παρελθόν, κατά το παρελθόν.
Μεταφράσεις
επεξεργασία παλαιά
→ δείτε τη λέξη παλιά |
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαπαλαιά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του παλαιός
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους (παλαιό) του παλαιός
Πηγές
επεξεργασία- παλαιός, παλαιά - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Ετυμολογία
επεξεργασία- Ο πληθυντικός του ουδέτερου και (ουσιαστικοποιημένο).
Επίρρημα
επεξεργασίαπαλαιά
- τον παλιό καιρό παλιά, παλαιά, στο παρελθόν
- άλλες μορφές: παλαία (Χρειάζεται έλεγχο τονισμού)
- ≈ συνώνυμα: ἔκπαλαι, τὸν παλαιὸν καιρόν
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπαλαιά ουδέτερο στον πληθυντικό
- τα παλιά γεγονότα
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαπαλαιά
- ονομαστική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του παλαιός
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους (παλαιόν) του παλαιός
Πηγές
επεξεργασία- παλαιά, παλαιός - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαπαλαιά
- ονομαστική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του παλαιός
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους (παλαιόν) του παλαιός