ἔκπαλαι
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ἔκπαλαι < ἐκ + αρχαία ελληνική πάλαι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *kʷel- ((αναποδο)γυρίζω)
Επίρρημα επεξεργασία
ἔκπαλαι
Πηγές επεξεργασία
- ἔκπαλαι - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.