Δείτε επίσης: έκπαλαι

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἔκπαλαι < ἐκ + αρχαία ελληνική πάλαι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *kʷel- ((αναποδο)γυρίζω)

  Επίρρημα επεξεργασία

ἔκπαλαι

  Πηγές επεξεργασία