• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Κοντινά
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

παλαιό

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτουΕπεξεργασία

παλαιό

  1. αιτιατική ενικού του παλαιός
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του παλαιός
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=παλαιό&oldid=3904158"
Τελευταία επεξεργασία στις 21 Μαΐου 2017, στις 22:51
Βικιλεξικό
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 21 Μαΐου 2017, στις 22:51.
  • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie