παλιά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαπαλιά < παλιός
Επίρρημα
επεξεργασίαπαλιά
- σε άλλη, περασμένη εποχή
Συγγενικά
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία παλιά
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαπαλιά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του παλιός
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του παλιός