κοκκινιά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κοκκινιά | οι | κοκκινιές |
γενική | της | κοκκινιάς | των | κοκκινιών |
αιτιατική | την | κοκκινιά | τις | κοκκινιές |
κλητική | κοκκινιά | κοκκινιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κοκκινιά < κόκκιν(ος) + -ιά
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ko.ciˈɲa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κοκ‐κι‐νιά
Ουσιαστικό
επεξεργασίακοκκινιά θηλυκό
- το κοκκινόχωμα, χώμα που χρησιμοποιείται για την κατασκευή κεραμικών
Συγγενικά
επεξεργασία- Κοκκινιά (τοπωνύμιο)
Μεταφράσεις
επεξεργασία κοκκινιά
|
Πηγές
επεξεργασία- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .