Πειραιάς
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Πειραιάς | οι | Πειραιάδες |
γενική | του | Πειραιά | των | Πειραιάδων |
αιτιατική | τον | Πειραιά | τους | Πειραιάδες |
κλητική | Πειραιά | Πειραιάδες | ||
Συνήθως στον ενικό. Και λόγια γενική Πειραιώς | ||||
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- Πειραιάς < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική Πειραι(εύς) + -άς
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /pi.ɾeˈas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Πει‐ραι‐άς
Κύριο όνομαΕπεξεργασία
Πειραιάς αρσενικό
- (πόλη και λιμάνι) επίνειο της Αθήνας, ιδρύθηκε στην αρχαία Ελλάδα ως λιμάνι της Αθήνας και αναδείχθηκε στο μεγαλύτερο λιμάνι της χώρας και ένα από τα σημαντικότερα της Μεσογείου
- ※ Μα αν η δική σου η καρδιά / παίζει σαν θεατρίνα, / θα κλάψουνε τα μάτια μου, / κι η θάλασσα του Πειραιά / θα πνίξει την Αθήνα. (Ο Πειραιώτης, στίχοι: Πυθαγόρας, σύνθεση: Γιώργος Κατσαρός, εκτέλεση: Τόλης Βοσκόπουλος, 1972)
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
παράγωγαΕπεξεργασία
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
- Πειραιάς στη Βικιπαίδεια
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
Πειραιάς
|