Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πειραιώτικος η πειραιώτικη το πειραιώτικο
      γενική του πειραιώτικου της πειραιώτικης του πειραιώτικου
    αιτιατική τον πειραιώτικο την πειραιώτικη το πειραιώτικο
     κλητική πειραιώτικε πειραιώτικη πειραιώτικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πειραιώτικοι οι πειραιώτικες τα πειραιώτικα
      γενική των πειραιώτικων των πειραιώτικων των πειραιώτικων
    αιτιατική τους πειραιώτικους τις πειραιώτικες τα πειραιώτικα
     κλητική πειραιώτικοι πειραιώτικες πειραιώτικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

πειραιώτικος < Πειραιώτ(ης) + -ικος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /pi.ɾeˈo.ti.kos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πει‐ραι‐ώ‐τι‐κος

  Επίθετο επεξεργασία

πειραιώτικος, -η, -ο

  • που αναφέρεται ή ανήκει στον ή προέρχεται από τον Πειραιά

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία