κοραλλί
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ko.ɾaˈli/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κο‐ραλ‐λί
- τονικό παρώνυμο: κοράλλι
Ουσιαστικό επεξεργασία
κοραλλί ουδέτερο άκλιτο
- (χρώμα) το χαρακτηριστικό κόκκινο χρώμα του κοραλλιού
κοραλλί (χρώμα):
Συγγενικά επεξεργασία
→ και δείτε τη λέξη κοράλλι
Μεταφράσεις επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- κοραλλί - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας