Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κοραλλένιος η κοραλλένια το κοραλλένιο
      γενική του κοραλλένιου της κοραλλένιας του κοραλλένιου
    αιτιατική τον κοραλλένιο την κοραλλένια το κοραλλένιο
     κλητική κοραλλένιε κοραλλένια κοραλλένιο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κοραλλένιοι οι κοραλλένιες τα κοραλλένια
      γενική των κοραλλένιων των κοραλλένιων των κοραλλένιων
    αιτιατική τους κοραλλένιους τις κοραλλένιες τα κοραλλένια
     κλητική κοραλλένιοι κοραλλένιες κοραλλένια
Προφέρεται με συνίζηση ως παροξύτονο.
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

κοραλλένιος < κοράλλι + -ένιος

  Επίθετο επεξεργασία

κοραλλένιος

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία