↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κοράλλινος η κοράλλινη το κοράλλινο
      γενική του κοράλλινου της κοράλλινης του κοράλλινου
    αιτιατική τον κοράλλινο την κοράλλινη το κοράλλινο
     κλητική κοράλλινε κοράλλινη κοράλλινο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κοράλλινοι οι κοράλλινες τα κοράλλινα
      γενική των κοράλλινων των κοράλλινων των κοράλλινων
    αιτιατική τους κοράλλινους τις κοράλλινες τα κοράλλινα
     κλητική κοράλλινοι κοράλλινες κοράλλινα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κοράλλινος < κοράλλι + -ινος

  Επίθετο

επεξεργασία

κοράλλινος

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία