κλόουν
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κλόουν < (λόγιο δάνειο) αγγλική clown
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
κλόουν αρσενικό άκλιτο
- (επάγγελμα) γελωτοποιός, κωμικός διασκεδαστής με χαρακτηριστική εμφάνιση που οφείλεται στο μέικ -απ, τις πολύχρωμες περούκες και τα περίεργα ρούχα τα οποία φορά
Δείτε επίσης επεξεργασία
- κλόουν στη Βικιπαίδεια
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
κλόουν
|