ŝminko
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ŝminko | ŝminkoj |
αιτιατική | ŝminkon | ŝminkojn |
ŝminko (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ŝminko | ŝminkoj |
αιτιατική | ŝminkon | ŝminkojn |
ŝminko (eo)