φτιασίδι
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- φτιασίδι < μεσαιωνική ελληνική φτειάνω / φθειάνω < εὐθειάζω < αρχαία ελληνική εὐθεία, θηλυκό του εὐθύς (Υπάρχει και η άποψη: < ελληνιστική κοινή φυκίασις < αρχαία ελληνική φύκιον / φυκίον, υποκοριστικό του φῦκος. Σ’ αυτή την περίπτωση προηγείται ο τύπος φκιασίδι)
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /ftça.ˈsi.ði/
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
φτιασίδι ουδέτερο
- (προφορικό) καλλυντικό, ψιμύθιο για το πρόσωπο, με υπαινιγμό υπερβολής, φτηνού ή κακού αποτελέσματος
- Τι τα θες τα φτιασίδια; Μια χαρά ήσουνα πριν
- (προφορικό) (κατ' επέκταση) οτιδήποτε λέγεται ή προστίθεται σε προσπάθεια εξωραϊσμού προσώπου, αντικειμένου, κατάστασης
- Η κατάσταση δεν σωνότανε με φτιασίδια, χρειάζονταν τομές και αλλαγές ουσίας