εὐθύς
Αρχαία ελληνικά (grc) Επεξεργασία
Κλίση (Παρατηρήσεις) | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
Πτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||||
Ονομαστική | εὐθύς | εὐθεῖα | εὐθύ | εὐθεῖς | εὐθεῖαι | εὐθέα |
Γενική | εὐθέος | εὐθείας | εὐθέος | εὐθέων | εὐθειῶν | εὐθέων |
Δοτική | εὐθεῖ | εὐθείᾳ | εὐθεῖ | εὐθέσι | εὐθείαις | εὐθέσι |
Αιτιατική | εὐθύν | εὐθεῖαν | εὐθύ | εὐθεῖς | εὐθείας | εὐθέα |
Κλητική | εὐθύ | εὐθεῖα | εὐθύ | εὐθεῖς | εὐθεῖαι | εὐθέα |
Πτώσεις | Δυικός | |||||
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική | εὐθέε | εὐθεία | εὐθέε | |||
Γενική-Δοτική | εὐθέοιν | εὐθείαιν | εὐθέοιν |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- εὐθύς < ἰθύς
ΕπίθετοΕπεξεργασία
εὐθύς, εὐθεῖα, εὐθύ
ΕπίρρημαΕπεξεργασία
εὐθύς < επίθετο εὐθύς
- αμέσως, χωρίς χρονοτριβή, άμεσα, κατ' ευθείαν
- ευθέως