εὐθύς
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαγένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | εὐθῠ́ς | ἡ | εὐθεῖᾰ | τὸ | εὐθῠ́ |
γενική | τοῦ | εὐθέος | τῆς | εὐθείᾱς | τοῦ | εὐθέος |
δοτική | τῷ | (εὐθέϊ) εὐθεῖ | τῇ | εὐθείᾳ | τῷ | (εὐθέϊ) εὐθεῖ |
αιτιατική | τὸν | εὐθῠ́ν | τὴν | εὐθεῖᾰν | τὸ | εὐθῠ́ |
κλητική ὦ! | εὐθῠ́ | εὐθεῖᾰ | εὐθῠ́ | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ | (εὐθέες) εὐθεῖς | αἱ | εὐθεῖαι | τὰ | εὐθέᾰ |
γενική | τῶν | εὐθέων | τῶν | εὐθειῶν | τῶν | εὐθέων |
δοτική | τοῖς | εὐθέσῐ(ν) | ταῖς | εὐθείαις | τοῖς | εὐθέσῐ(ν) |
αιτιατική | τοὺς | εὐθεῖς | τὰς | εὐθείᾱς | τὰ | εὐθέᾰ |
κλητική ὦ! | (εὐθέες) εὐθεῖς | εὐθεῖαι | εὐθέᾰ | |||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | εὐθέε (εὐθεῖ) | τὼ | εὐθείᾱ | τὼ | εὐθέε (εὐθεῖ) |
γεν-δοτ | τοῖν | εὐθέοιν | τοῖν | εὐθείαιν | τοῖν | εὐθέοιν |
Οι ασυναίρετοι τύποι όπως στο παράδειγμα του Smyth. Ο συνηρημένος δυϊκός, όπως στο σχολικό βιβλίο (Οικονόμου). | ||||||
3η&1η κλίση, Κατηγορία 'βαθύς' όπως «βαθύς» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- εὐθύς < ἰθύς → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασίαεὐθύς, εὐθεῖα, εὐθύ
Άλλες μορφές
επεξεργασία- ιωνικός & επικός τύπος : ἰθύς
Συγγενικά
επεξεργασία- (Χρειάζεται επεξεργασία)
- εὐθυ- Αρχαίες ελληνικές λέξεις με πρόθημα εὐθυ- στο Βικιλεξικό
Επίρρημα
επεξεργασίαεὐθύς < επίθετο εὐθύς
- αμέσως, χωρίς χρονοτριβή, άμεσα, κατ' ευθείαν
- ευθέως
Πηγές
επεξεργασία- εὐθύς - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- εὐθύς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.