Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ἰθῠ́ς ἰθεῖᾰ τὸ ἰθῠ́
      γενική τοῦ ἰθέος τῆς ἰθείᾱς τοῦ ἰθέος
      δοτική τῷ (ἰθέϊ) ἰθεῖ τῇ ἰθείᾳ τῷ (ἰθέϊ) ἰθεῖ
    αιτιατική τὸν ἰθῠ́ν τὴν ἰθεῖᾰν τὸ ἰθῠ́
     κλητική ! ἰθῠ́ ἰθεῖᾰ ἰθῠ́
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ (ἰθέες) ἰθεῖς αἱ ἰθεῖαι τὰ ἰθέ
      γενική τῶν ἰθέων τῶν ἰθειῶν τῶν ἰθέων
      δοτική τοῖς ἰθέσῐ(ν) ταῖς ἰθείαις τοῖς ἰθέσῐ(ν)
    αιτιατική τοὺς ἰθεῖς τὰς ἰθείᾱς τὰ ἰθέ
     κλητική ! (ἰθέες) ἰθεῖς ἰθεῖαι ἰθέ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἰθέε (ἰθεῖ) τὼ ἰθείᾱ τὼ ἰθέε (ἰθεῖ)
      γεν-δοτ τοῖν ἰθέοιν τοῖν ἰθείαιν τοῖν ἰθέοιν
Οι ασυναίρετοι τύποι όπως στο παράδειγμα του Smyth.
Ο συνηρημένος δυϊκός, όπως στο σχολικό βιβλίο (Οικονόμου).
3η&1η κλίση, Κατηγορία 'βαθύς' όπως «βαθύς» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἰθύς < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο επεξεργασία

ἰθύς, ἰθεῖα, ἰθύ ιωνικός τύπος  και επικός τύπος  αντί του εὐθύς ( ιωνικός τύπος  θηλ. ἰθέα)

  1. (για κίνηση) ίσιος, ευθύς
  2. ( με θετική σημασία) δίκαιος, ακριβής, σωστός, ειλικρινής, τίμιος
    ※  7ος↑ αιώνας Ἡσίοδος, Ἔργα καὶ Ἡμέραι, 224 (222-224)
    ἣ δ᾽ ἕπεται κλαίουσα πόλιν καὶ ἤθεα λαῶν, | ἠέρα ἑσσαμένη, κακὸν ἀνθρώποισι φέρουσα, | οἵ τέ μιν ἐξελάσωσι καὶ οὐκ ἰθεῖαν ἔνειμαν.
    Κι εκείνη κλαίγοντας ακολουθεί στην πόλη και τα μέρη που συχνάζουνε τα πλήθη | ντυμένη με ομίχλη και φέρνει το κακό σε κείνους τους ανθρώπους | που τη διώχνουν και δεν την απονέμουν ίσια.
    Μετάφραση (2001): Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
    ΣτΕ: Ο Ησίοδος αναφέρεται στη Δίκη (:Δικαιοσύνη).
    ※  7ος↑ αιώνας Ἡσίοδος, Ἔργα καὶ Ἡμέραι, 36 (35-36)
    ἀλλ᾽ αὖθι διακρινώμεθα νεῖκος | ἰθείῃσι δίκῃς, αἵ τ᾽ ἐκ Διός εἰσιν ἄρισται.
    Μα έλα αμέσως την αντιδικία μας να λύσουμε | με δίκαιη κρίση, που από το Δία κρατά κι άριστη είναι.
    Μετάφραση (2001): Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr

Συνώνυμα επεξεργασία

Παράγωγα επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη ἰθύνω

Εκφράσεις επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ἰθύς-ύος θηλυκό

  1. πορεία σε ευθεία γραμμή
  2. πράξη που απαιτεί ταχεία εκτέλεση
  3. κλίση, διάθεση, επιθυμία

Εκφράσεις επεξεργασία

  Επίρρημα επεξεργασία

ἰθύς ή σπανιότερα ἰθύ

  Πηγές επεξεργασία