πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φτιασιδωμένος η φτιασιδωμένη το φτιασιδωμένο
      γενική του φτιασιδωμένου της φτιασιδωμένης του φτιασιδωμένου
    αιτιατική τον φτιασιδωμένο τη φτιασιδωμένη το φτιασιδωμένο
     κλητική φτιασιδωμένε φτιασιδωμένη φτιασιδωμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φτιασιδωμένοι οι φτιασιδωμένες τα φτιασιδωμένα
      γενική των φτιασιδωμένων των φτιασιδωμένων των φτιασιδωμένων
    αιτιατική τους φτιασιδωμένους τις φτιασιδωμένες τα φτιασιδωμένα
     κλητική φτιασιδωμένοι φτιασιδωμένες φτιασιδωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία

φτιασιδωμένος, -η, -ο

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία