σοβατεπί
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σοβατεπί | τα | σοβατεπιά |
γενική | του | σοβατεπιού | των | σοβατεπιών |
αιτιατική | το | σοβατεπί | τα | σοβατεπιά |
κλητική | σοβατεπί | σοβατεπιά | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ιά, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδί» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σοβατεπί < (άμεσο δάνειο) τουρκική sıvadibi
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /so.va.teˈpi/
Ουσιαστικό
επεξεργασίασοβατεπί ουδέτερο
- (οικοδομική) η στενή κι οριζόντια λωρίδα από ξύλο, μάρμαρο, μωσαϊκό κ.λπ. η οποία καλύπτει το κάτω μέρος του εσωτερικού τοίχου στο σημείο όπου ενώνεται με το δάπεδο για λόγους προστασίας και καθαριότητας
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- τσεκουλατούρα (κυπριακή διάλεκτος)
Μεταφράσεις
επεξεργασία σοβατεπί