baseboard
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
baseboard | baseboards |
baseboard (en)
- (ΗΠΑ) το σοβατεπί
- (πληροφορική) συνώνυμο του motherboard
- άλλη γραφή: base board
Συνώνυμα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- Baseboard (disambiguation) στην αγγλική Βικιπαίδεια