Ετυμολογία

επεξεργασία
baseboard < base + board

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
baseboard baseboards

baseboard (en)

  1. (ΗΠΑ) το σοβατεπί
  2. (πληροφορική) συνώνυμο του motherboard
    άλλη γραφή: base board

Συνώνυμα

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία