Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
board boards

board (en)

  1. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η σανίδα, ένα μακρύ λεπτό κομμάτι από ισχυρό σκληρό υλικό, ιδιαίτερα ξύλο, που χρησιμοποιείται, για παράδειγμα, για την κατασκευή δαπέδων, την κατασκευή τοίχων και στεγών και την κατασκευή σκαφών
      fir/oak boards - ελάτινες/δρύινες σανίδες
      a floor board - σανίδα πατώματος
      He closed the opening with boards.
    Έκλεισε το άνοιγμα με σανίδες.
  2. (ειδικά σε σύνθετα) ο πίνακας, η σανίδα, ένα κομμάτι ξύλο, ή άλλο ισχυρό υλικό, που χρησιμοποιείται για ειδικό σκοπό
      a control board - πίνακας ελέγχου
      bulletin boards - πίνακες ανακοινώσεων
      an ironing board - σανίδα σιδερώματος
      a diving board - σανίδα καταδύσεων
  3. η επιτροπή, το συμβούλιο, μια ομάδα ανθρώπων που έχουν την εξουσία να λαμβάνουν αποφάσεις και να ελέγχουν μια εταιρεία ή άλλο οργανισμό
      a student’s apology to the disciplinary board - απολογία φοιτητή στο πειθαρχικό συμβούλιο
  4. τροφή, διατροφή
  5. (ηλεκτρονική) πλακέτα (ηλεκτρονικού κυκλώματος)
     δείτε τη λέξη PCB
ενεστώτας board
γ΄ ενικό ενεστώτα boards
αόριστος boarded
παθητική μετοχή boarded
ενεργητική μετοχή boarding

board (en)

  1. σανιδώνω, σκεπάζω με σανίδες, σανιδώνω πορτοπαράθυρα
  2. τρέφω, διατρέφω
  3. επιβιβάζομαι, ανεβαίνω σε μεταφορικό μέσο