Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πλακέτα οι πλακέτες
      γενική της πλακέτας των πλακετών
    αιτιατική την πλακέτα τις πλακέτες
     κλητική πλακέτα πλακέτες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πλακέτα < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πλακέτα θηλυκό

  1. μικρό ορθογώνιο, επίπεδο αντικείμενο συνήθως από σκληρό υλικό, στο οποίο συνηθίζεται να υπάρχει κάποια επιγραφή
  2. (ηλεκτρολογία) αντικείμενο το οποίο χρησιμοποιείται για να συναρμολογούνται επάνω του ηλεκτρονικά εξαρτήματα
  3. (ηλεκτρολογία) (κατ’ επέκταση) το παραπάνω αντικείμενο με τα υλικά συναρμολογημένα
     συνώνυμα: κάρτα

Παράγωγα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία