σανιδώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίασανιδώνω, πρτ.: σανίδωνα, στ.μέλλ.: θα σανιδώσω, αόρ.: σανίδωσα, παθ.φωνή: σανιδώνομαι, μτχ.π.π.: σανιδωμένος
- στρώνω μια επιφάνεια με σανίδες
- (ιδιωτισμός) πατάω τέρμα το γκάζι, δίνω τη μεγαλύτερη δυνατή επιτάχυνση σε αυτοκίνητο
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | σανιδώνω | σανίδωνα | θα σανιδώνω | να σανιδώνω | σανιδώνοντας | |
β' ενικ. | σανιδώνεις | σανίδωνες | θα σανιδώνεις | να σανιδώνεις | σανίδωνε | |
γ' ενικ. | σανιδώνει | σανίδωνε | θα σανιδώνει | να σανιδώνει | ||
α' πληθ. | σανιδώνουμε | σανιδώναμε | θα σανιδώνουμε | να σανιδώνουμε | ||
β' πληθ. | σανιδώνετε | σανιδώνατε | θα σανιδώνετε | να σανιδώνετε | σανιδώνετε | |
γ' πληθ. | σανιδώνουν(ε) | σανίδωναν σανιδώναν(ε) |
θα σανιδώνουν(ε) | να σανιδώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | σανίδωσα | θα σανιδώσω | να σανιδώσω | σανιδώσει | ||
β' ενικ. | σανίδωσες | θα σανιδώσεις | να σανιδώσεις | σανίδωσε | ||
γ' ενικ. | σανίδωσε | θα σανιδώσει | να σανιδώσει | |||
α' πληθ. | σανιδώσαμε | θα σανιδώσουμε | να σανιδώσουμε | |||
β' πληθ. | σανιδώσατε | θα σανιδώσετε | να σανιδώσετε | σανιδώστε | ||
γ' πληθ. | σανίδωσαν σανιδώσαν(ε) |
θα σανιδώσουν(ε) | να σανιδώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω σανιδώσει | είχα σανιδώσει | θα έχω σανιδώσει | να έχω σανιδώσει | ||
β' ενικ. | έχεις σανιδώσει | είχες σανιδώσει | θα έχεις σανιδώσει | να έχεις σανιδώσει | ||
γ' ενικ. | έχει σανιδώσει | είχε σανιδώσει | θα έχει σανιδώσει | να έχει σανιδώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε σανιδώσει | είχαμε σανιδώσει | θα έχουμε σανιδώσει | να έχουμε σανιδώσει | ||
β' πληθ. | έχετε σανιδώσει | είχατε σανιδώσει | θα έχετε σανιδώσει | να έχετε σανιδώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν σανιδώσει | είχαν σανιδώσει | θα έχουν σανιδώσει | να έχουν σανιδώσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία σανιδώνω
|