Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
σανιδωμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Μετοχή
1.1.1
Άλλες μορφές
1.1.2
Αντώνυμα
1.1.3
Συγγενικά
1.1.4
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
σανιδωμέν
ος
η
σανιδωμέν
η
το
σανιδωμέν
ο
γενική
του
σανιδωμέν
ου
της
σανιδωμέν
ης
του
σανιδωμέν
ου
αιτιατική
τον
σανιδωμέν
ο
τη
σανιδωμέν
η
το
σανιδωμέν
ο
κλητική
σανιδωμέν
ε
σανιδωμέν
η
σανιδωμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
σανιδωμέν
οι
οι
σανιδωμέν
ες
τα
σανιδωμέν
α
γενική
των
σανιδωμέν
ων
των
σανιδωμέν
ων
των
σανιδωμέν
ων
αιτιατική
τους
σανιδωμέν
ους
τις
σανιδωμέν
ες
τα
σανιδωμέν
α
κλητική
σανιδωμέν
οι
σανιδωμέν
ες
σανιδωμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
σανιδωμένος, -η, -ο
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
σανιδώνω
Άλλες μορφές
επεξεργασία
σανιδωτός
Αντώνυμα
επεξεργασία
ασανίδωτος
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τη λέξη
σανίδα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
σανιδωμένος